- ακουμαντάριστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν μπορούν να τόν κουμαντάρουν, να τόν διοικήσουν, «ακουμαντάριστο σπιτικό»2. που δεν μπορούν να τόν περιποιηθούν3. ο απροετοίμαστος«ξεκίνησε ακουμαντάριστος για τη δουλειά».[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ + κουμαντάρω.ΠΑΡ. ακουμανταρισιά].
Dictionary of Greek. 2013.